- ορύομαι
- ὀρύομαι (Α)(πιθ. εσφ. ανάγν. αντί ὠρύομαι) ουρλιάζω, ωρύομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ωρύομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρίμη — βρίμη, η (Α) 1. ισχύς, δύναμη 2. μυκηθμός, βρυχηθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βρίμη ανήκει σε μια ομάδα λέξεων εκφραστικών και σπάνιων και είναι πιθ. ονοματικό παράγωγο σε μ τού βρι (πρβλ. βριαρός, βρίθω). Ο προσδιορισμός της ακριβούς σημασίας τέτοιων… … Dictionary of Greek
επωρύω — ἐπωρύω (AM) ουρλιάζω, ορύομαι εναντίον κάποιου («αἱ ψυχαὶ αὐτῶν ἐπωρύοντο ἐπ’ ἐμέ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *ωρύω (ενεργ. τ. τού ωρύομαι), που μαρτυρείται μόνον εν συνθέσει] … Dictionary of Greek